κελυφῶν

κελυφῶν
κελῡφῶν , κέλυφος
sheath
neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • ραδιολαρίτης — ο, Ν (πετρογρ.) πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα οργανικής προέλευσης, το οποίο περιέχει μεγάλη ποσότητα κελυφών ακτινοζώων, καθώς και υδροξείδια τού σιδήρου, στα οποία οφείλεται και το κοκκινωπό χρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξέν. όρου,… …   Dictionary of Greek

  • σρεϊβερσίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μετεωρικό φωσφορούχο ορυκτό τού σιδήρου και τού νικελίου το οποίο απαντά σε όλους τους σιδηρομετεωρίτες και βρίσκεται συχνά με τη μορφή πλακών και κελυφών γύρω από κονδύλους τροϊλίτη …   Dictionary of Greek

  • γλοβιγερινίδες — (globigerinidae).Οικογένεια της τάξης των τρηματοφόρων πρωτόζωων, η οποία περιλαμβάνει γένη από τα οποία ορισμένα έχουν απολιθωθεί, ενώ άλλα εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Σήμερα οι γ. αφθονούν στις θάλασσες ως πελαγικοί οργανισμοί,… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”